- πολύκρεος
- -ον / πολύκρεως, -ων, ΜΑαυτός που αποτελείται από πολλά φαγητά με κρέας (α. «πολύκρεος δίαιτα», Αναστ. Σιν.β. «πολύκρεως εὐωχία», Ευσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -κρεος / -κρεως (< κρέας), πρβλ. γλυκύ-κρεος, ηδύ-κρεως].
Dictionary of Greek. 2013.